προβατοθρέμμων

προβατοθρέμμων
-όθρεμμον, Μ
αυτός που τρέφει πρόβατα, προβατοβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -θρέμμων (< θρέμμα < τρέφω), πρβλ. γαλακτο-θρέμμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”